ἐξισῶ

ἐξισῶ
ἐξισάζω
make equal
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξισόω
make equal
pres subj act 1st sg
ἐξισόω
make equal
pres ind act 1st sg
ἐξισόω
make equal
pres subj act 1st sg
ἐξισόω
make equal
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξισάζω — ἐξισάζω (AM) 1. ισιώνω 2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον μσν. φέρνω ισορροπία αρχ. 1. είμαι ίσος 2. παθ. ἐξισάζομαι κρίνομαι, είμαι ίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)] …   Dictionary of Greek

  • εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …   Dictionary of Greek

  • παρεξισώ — όω, ΜΑ [εξισώ] 1. βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο ως ίσο, κατατάσσω στην ίδια τάξη 2. αντιπαραβάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνεξισώ — όω, Α [ἐξισῶ] κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”